ΘΙΣΒΗ
ΚΑΙ ΠΥΡΑΜΟΣ
Κάποτε
ζούσε μια πανέμορφη νύμφη, η Θίσβη, κόρη του ποταμού Ασωπού. Μια μέρα καθώς
έλουζε τα μαλλιά της στον ποταμό, την είδε ένα νεαρό παληκάρι που σταμάτησε
εκεί για να ξεδιψάσει το άλογό του. Τον έλεγαν Πύραμο κι ήταν θνητός γι αυτό κι
η Θίσβη δεν αγχώθηκε να κρυφτεί καθότι οι θνητοί δεν βλέπουν τα αιθέρια
πλάσματα. Όμως ο νεαρός που ονομαζόταν Πύραμος την είδε και θαμπώθηκε έτσι όπως
έστεκε σαν οπτασία.
«Στάσου
μην φεύγεις! Πες μου μόνο το όνομά σου!» της φώναξε καθώς την είδε να
απομακρύνεται. Η νύμφη κοντοστάθηκε και δεν ήξερε αν έπρεπε να φοβηθεί που ένας
άνθρωπος μπορούσε να τη δει ή να κολακευτεί απ΄το θαυμασμό του.
«τι
θα κάνεις για να το κερδίσεις;» του απάντησε κι εξαφανίστηκε στην απέναντι όχθη
του ποταμού. Ο Πέραμος έτρεξε παντού για να την βρεί όμως ήταν σαν να την
κατάπιαν τα νερά. Την επόμενη μέρα ξαναπήγε στην όχθη αλλά η νύμφη δεν
εμφανίστηκε. Πήγε και την επόμενη. Και την μεθεπόμενη. Και συνέχισε να πηγαίνει
για 10 συνεχόμενες μέρες χωρίς να την συναντά πουθενά. Μέχρι που η νύμφη τον
επιβράβευσε για την επιμονή του με το να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά του την
δέκατη μέρα πάνω σ’ ένα κλαδί. «Θίσβη με λένε» του είπε παιχνιδιάρικα. Και
βάλθηκε να τρέχει τσαλαβουτώντας τα πόδια της στο νερό. Ο Πύραμος έτρεξε από
πίσω της και για ώρες κυνηγιόντουσαν ανάμεσα στα δέντρα. Κάποια στιγμή οΠύραμος
κατάφερε να πιάσει το χέρι της και την τράβηξε μαλακά να κάτσουν σε μια πέτρα.
Εκεί άρχισαν να διηγιούνται ο ένας στον άλλον ιστορίες, η μεν Θίσβη του έλεγε
από τον αιθέριο κόσμο και ο δε Πύραμος
από τον κόσμο των ανθρώπων. Πόσο αταίριαστοί κόσμοι...μα πόσο
ενθουσιασμένοι ήταν οι δυό τους που μοιραζόντουσαν τις διαφορετικές εμπειρίες
τους. Εκείνη την στιγμή ηταν που αντάλλαξαν και το πρώτο τους φιλί. Έσμιξαν τα
κορμιά τους κι ένωσαν τόσο όμορφα για μερικά λεπτά αυτους τους δύο αταίριαστους
κόσμους. Εκείνο το απόγευμα όλο το δάσος τραγουδούσε τον έρωτά τους. Τα νέα
όμως έφτασαν και στα αυτιά των θεών που δεν θα επέτρεπαν αυτή τη σχέση της
νύμφης με τον θνητό και τους χώρισαν. Η Θίσβη μην μπορώντας να δει τον
αγαπημένο της άρχισε να χάνει την μορφή της και να μετατρέπεται σε λίμνη από
δάκρυα. Κι ο Πύραμος όπου και να την αναζήτησε, δεν την ξαναείδε από εκείνο το
απόγευμα. Δεν τον ένοιαζε πια τίποτα απ΄τον κόσμο των ανθρώπων και τερμάτισε
την ζωή τους. Οι θεοί κατάλαβαν τη σκληρότητά τους και το μέγεθος της αγάπης
του παληκαριού με τη νύμφη και αποφάσισαν να μην τους ξαναχωρίσουν. Έκαναν τον Πύραμο ποταμό και τη Θίσβη πηγή.
Ο Πύραμος διέρρεε τη χώρα των Κιλίκων, ενώ το νερό της Θίσβης γινόταν ρυάκι και
συναντούσε τον ποταμό αυτό, όπου και χυνόταν.