Ο Robin Williams και η μαύρη τρύπα

Τα κοράκια σαν πουλιά είναι αξιοθαύμαστα πλάσματα. Δεν θα έλεγα το ίδιο για τους ανθρώπους-κοράκια. Αυτούς που περιμένουν πάνω απ΄ το ζεστό πτώμα κάποιου επιτυχημένου εν ζωή ανθρώπου, για να κλέψουν λίγα ψήγματα δόξας. Κάθε θάνατος είναι σαν την ποίηση. Ο καθένας δίνει την δική του ερμηνεία.
Σε κάποια περιοχή του Νεπάλ όταν πεθαίνει κάποιος, έχουν σαν τελετή να εναποθέτουν το άψυχο κορμί του στα βράχια και να το διαμελίζουν με απόλυτη ηρεμία, περιμένοντας τα όρνεα καρτερικά να έρθουν και να συλλέξουν τα κομμάτια.

Γι’ αυτούς τους παράξενους ανθρώπους της Ανατολής, η εξαφάνιση και της τελευταίας σάρκας από τα όρνεα συμβολίζει τον εξαγνισμό του σώματος από την εδώ ζωή. Η ψυχή πλέον είναι ελεύθερη να πάει όπου θέλει.

Εδώ στην Δύση το κάνουμε διαφορετικά. Όταν κάποιος πεθαίνει και δη διάσημος και πετυχημένος, διαμελίζουμε σιγά-σιγά και βασανιστικά τα κομμάτια της ζωής του και κάνουμε την ανάλυση της ανάλυσης ω ανάλυση. Να ‘χαμε να λέγαμε δηλαδή και κουραφέξαλα.

«Είναι όχι απλά εξοργιστικό αλλά βλάσφημο! Τ’ ακούς; Εμείς βγάλαμε καρκίνο να ανησυχούμε για το πώς θα πληρώσουμε το ρημάδι το ρεύμα και αυτοί που έχουν κινητά κι ακίνητα, σπίτια κι αυτοκίνητα, χαραμίζουν έτσι τη ζωή τους!» άκουσα την γιαγιά μου να μου φωνάζει το πρωί της ανακοίνωσης του θανάτου του Robin Williams.
«Τελικά δεν πα να ‘χεις όλα τα καλά του κόσμου, να ξερνάς και να βγάζεις χρυσό, (χρυσά αγαλματίδια για την ακρίβεια), ή να έχεις φωνή που σπάει κόκαλα και να σε αποθεώνει όλος ο πλανήτης σαν αυτή την Whitney Hiouston, η μαύρη τρύπα της ψυχής δεν διαλέγει πλούσιους ή φτωχούς. Είναι αμείλιχτη. Για όλους. Το τέρας κι εγώ που έγραψε κι ο Μαλέλης. 
Τρώει κι αυτόν που δεν έχει να ταΐσει  τα παιδιά του, τρώει κι αυτόν που έχει να ταΐσει και τα τρισέγγονα του.» Σοφός ο φούρναρης.

«Καλέ από ναρκωτικά δεν πέθανε αυτή;» ρώτησε μια κυρία αφού παρήγγειλε το πολύσπορό της. 
«Ε μαζί πάνε αυτά συνήθως. Έχουν όλο τον κόσμο στα πόδια τους και τσακ του ρίχνουν μια φτυσιά » απαντά μια άλλη, απόγονος του Froyd πιθανότατα.

Νομίζουμε ότι επειδή έχουμε χιλιοδεί κάθε γκριμάτσα του μέσα απ΄τη μικρή οθόνη κι έχουν γραφτεί χιλιάδες άρθρα απ΄όλα τα περιοδικά του πλανήτη, ότι ξέρουμε για τη ζωή του. Στην ψυχή του ποιος ήξερε τι συμβαίνει; Εδώ δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στη δικιά μας. Ή του διπλανού μας (παρά το γεγονός ότι ξέρουμε αναλυτικές λεπτομέρειες για την ζωή του).
«Πέθανε και πήρε μαζί του όλα μου τα παιδικά χρόνια» σχολίασε απλά ο σύντροφος  μου κι αναρωτήθηκα το εξής: Πως γίνεται ένας άνθρωπος που είχε το ταλέντο να φτιάχνει το κέφι σε εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, ένας άνθρωπος που ποιούσε το ήθος, να πάσχει ο ίδιος από την μαύρη τρύπα της ψυχής, την κατάθλιψη. (Το ποιας μορφής ήταν, αφήνω στους ψυχίατρους ή wannabe ψυχολόγους να το αναλύσουν).

Υπάρχουν άνθρωποι που στην κυριολεξία κλείνονται στο σπίτι, μην έχοντας όρεξη να κάνουν οτιδήποτε άλλο, παρά να δουν ταινίες με τον αγαπημένο τους κωμικό ηθοποιό. Είναι το δικό τους χάπι. Αλλά το χάπι τους τελικά νικήθηκε και φαγώθηκε απ΄τη μαύρη τρύπα. Είναι τραγικά ειρωνικό.

Τα συλλογιζόμουν όλα αυτά το πρωί καθώς έπινα καφέ ακούγοντας ραδιόφωνο στον κήπο. Κι ενώ προβληματιζόμουν με την ειρωνεία της υπόθεσης, μια μέλισσα  τρυγούσε το νέκταρ από τ’ ανθάκια της γλάστρας αδιαφορώντας παντελώς για τα τεκταινόμενα του κόσμου. Εκτελούσε απλά αυτό που ήρθε στον κόσμο να κάνει.  Εμάς ποια είναι η εργασία μας;

Διαβάζω τα διάφορα R.I.P. αποφθέγματα που είπε ο R.Williams σε ταινίες του. Βασικά άλλοι τα έγραψαν κι αυτός ανέλαβε με την μοναδική του ερμηνεία να τους δώσει πνοή. Αυτό επέλεξε σαν ρόλο ζωής τελικά, του αστειότερου ανθρώπου. Και το τέλος του το διάλεξε θεατρικό, αλλά αυτό δεν μας αφορά γιατί δεν ξέρουμε τι κουβαλούσε στην ψυχή του.

Για τους διπλανούς μας όμως που τους ρωτάμε τυπικά και απαντούν μ’ ένα πνιγμένο «καλά είμαι», ενώ ξέρουμε αναλυτικά την δύσκολη οικονομική και οικογενειακή τους ζωή, καλό θα είναι να κάνουμε μια ερώτηση παραπάνω.

«Ρε σίγουρα; Στάσου λίγο να τα πούμε» είπε η φίλη μου η Αμαλία σε κάποιον συνεργάτη της που έκοψε την ματιά του θολωμένη. Δεν κόλωσε για το αν την χαρακτηρίσει κουτσομπόλα.

«Ήμουν στα πρόθυρα εκείνο το απόγευμα Αμαλία μου…και δεν το ήξερε ούτε η γυναίκα μου. Ήθελα να πάρω το φορτηγό και να με ρίξω στο γκρεμό. Το χιούμορ σου και το ενδιαφέρον σου με συγκράτησαν . Σ΄ευχαριστώ» της είπε μετά από καιρό.

Κι έτσι άθελα της η Αμαλία, του έριξε λίγο φως στην μαύρη τρύπα που τον μαγνήτιζε απειλητικά.
Ο αγαπητός ηθοποιός είχε πει προφητικά ότι το χειρότερο πράγμα δεν είναι η μοναξιά, αλλά να πλαισιώνεσαι από ανθρώπους που σε κάνουν να αισθάνεσαι μόνος. Ας χρησιμοποιήσουμε την ιδιότητα μας ως social networkers να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι και νοιαζόμαστε πραγματικά.

Tο σκανδαλιαρικο δαιμονακι : μια υπενθύμιση του συμβολισμού των Χριστουγεννων

Χειμωνιατικη Κυριακή  με ήλιο και τι άλλο  να ζητήσει κανείς για να χαρεί  το καφεδακι του (οσοι δεν δουλεύουν βέβαια σε μια κοινωνία  που τα εχουμε ισοπεδώσει όλα ).

Για εμάς τους συμβολολαγνους ομως, που μελετάμε την αρχέγονη μυθογραφια, αυτή η ιδιαιτερα ηλιόλουστη  μέρα  είναι η γιορτή  του Χειμερινου ηλιοστασιου.

Ο φωτεινός  Ηλιος (για τους Έλληνες ) ή Yule (για τους Κελτες), διώχνει το σκοτάδι του Χειμωνα και ζεσταίνει  τις καρδιές με το Φως της ελπίδας.

Αργότερα όλο  αυτό ενσωματώθηκε απο τη νεα θρησκεία  που εμφανίστηκε (Χριστιανικο δόγμα ) και με μερικές μέρες διάφορα μετεξελιχθηκε στα Χριστουγεννα.

Το ξεχωριστό νεογεννητο που γεννιεται στις 25 από την Παρθένο(αγνή  ψυχή ), ο Τέλειος Άνθρωπος, ονομάζεται Μεσσίας δηλαδή ο Σωτήρας που θα φέρει την ελπίδα.

Την ελπίδα ότι το ανθρώπινο γένος θα μοιάσει στο πρότυπο του και πιστεύοντας στην πιο ισχυρή Μαγεία, την Αγάπη θα σπάσει τα δεσμά του. Τα δεσμά που μας φυλακιζουν στο σπήλαιο του Πλάτωνα.

Η Nefeli Ekati έφτιαξε το σκανδαλιαρικο πνεύμα των Ηλιουγεννων ή  Χριστουγεννων, αυτό που θα μας τσιγκλισει να σκεφτούμε τι πραγματικά χρειαζόμαστε.

Ναι οτιδήποτε σας συμβεί που θα σας εκνευρίσει, είναι ακριβώς αυτο το creepy δαιμονακι χι χι. Είθε  αυτές τις μέρες  να διαχωρισουμε τις επιπλαστες επιθυμίες από τους αληθινούς  στόχους.

OI creep-ΕΙΣ


Θέλω να μου πεις την πρώτη σκέψη που σου έρχεται στο μυαλό όταν αντικρύζεις ένα άτομο με κάποια δυσμορφία. Μην κλέβεις...όχι την δεύτερη την πιο εξευγενισμένη. Και τι εννοώ δυσμορφία, θα αναρωτηθείς.

Όταν δυσκολεύεσαι να αποδεχθείς την μη φυσιολογική μορφή ενός ανθρώπου, είτε διότι έχει στραβισμό, νανισμό, ή αυτισμό κ.τ.λ. Μπορεί ναι μεν όλοι αυτοί με τα σύνδρομα σε –ισμο να γεννήθηκαν από την φύση όπως όλοι μας, αλλά το μάτι σου δεν το θεωρεί φυσιολογικό.

Κι υπάρχει κάτι πέρα απ΄τον αισθητήρα του ματιού μας που λέγεται Κριτής των Πάντων. Άσχημο είναι ότι δεν έχει σχήμα. Αυτό είναι το νόημα της λέξης. Αλλά εμείς ακόμα κι αν κάποιος έχει σχήμα, τον χαρακτηρίζουμε γιατί δεν έχει το αποδεκτό σχήμα για την δική μας αισθητική. Το κάνω εγώ και το κάνεις εσύ. Όσο κι αν παίρνεις μετά το βλέμμα της λύπησης αν πρόκειται για άτομο με κάποια αναπηρία.

Υπάρχουν βέβαια και οι ακόμα πιο θρασείς, που γυρνάνε το κεφάλι σαν την κουκουβάγια όταν βλέπουν να μπαίνει στο χώρο ένας νάνος. Δεκατέσσερα χρόνια μετά το σπάσιμο των ταμείων που έκανε το Lord Of The Rings και με τον Peter Dinclage του Game Of Thrones να έχει μπει στην λίστα των γοητευτικών αντρών του πλανήτη, αντιμετωπίζουν τους νάνους σαν τέρατα από freak show.

«Κι αυτό εσύ το λες περιθωριοποίηση;» με ρώτησε η φίλη μου η Χρύσα, μαία κατά το επάγγελμα, όταν της το ανέφερα μια μέρα. « Όταν η απόρριψη ξεκινά απ΄τη μήτρα της μάνας, τι μου λες εσύ για τους τρίτους...Προχτές μου ήρθε ένα ζευγάρι που πρόσφατα γέννησαν δίδυμα. Ξέρεις ποιο ήταν το αίτημα τους;» με ρώτησε.

« Ήθελαν να παραλάβουν μόνο το ένα που ήταν υγιές. Το άλλο που είχε πιο μεγάλο κεφάλι και συνεπώς κάποιο εγκεφαλικό πρόβλημα είπαν να μας το αφήσουν. Ακούς; Να μας το αφήσουν λες κι ήταν για τον κάδο των αχρήστων, όχι το μωρό τους!» συνέχισε και την κοιτούσα αποσβολωμένη.

Ζώντας στον δικό μου παραμυθένιο κόσμο, αντιμετωπίζω με έξαψη τα άτομα με τέτοιες ιδιαιτερότητες, ως ξεχασμένα όντα από κάποια φυλή της Μέσης Γης του Τόλκιεν.

Στην πραγματικότητα που ζούμε όμως, υπάρχουν μόνο τέρατα. Τέρατα που κατοικούν στο νου μας, χωρίς εμείς να το παίρνουμε χαμπάρι. Κάτι σκουληκάρες που επικρίνουν, απορρίπτουν κι απομονώνουν οτιδήποτε βγδελυρό.

Σου προκαλούν αίσθηση αυτά που σου λέω; Θες να το κλείσεις και να πας σε κάτι πιο light, να αφήσεις και το παράσιτο σου να κοιμηθεί; Να διαβάσεις για έρωτες κι αγάπες ας πούμε; Αγάπη: τι υπερτιμημένη λέξη και πόσο λάθος την κοτσάρουμε μόνο σε ορισμένα είδη σχέσεων. Πως περιμένεις καλέ μου να σε αγαπήσει ο/η τάδε, αν εσύ ο ίδιος δεν έχεις αγάπη μέσα σου για όλα τα πλάσματα;

Καλέ έχω! Δεν βλέπεις; Λένε κάποιοι υπέρτατοι υποκριτές και πατάνε like και κοινοποίηση σε φωτό που πρόκειται για κάποιο παιδάκι με σύνδρομο.Την επόμενη στιγμή όμως, δυσανασχετούν όταν στον ΗΣΑΠ κάθεται δίπλα τους το αυτιστικό και κουνάει σπαστικά τα χέρια του.

 Και κάποιες κυρίες κοιτάνε με συμπόνοια κι ευχαριστούν τον θεό, που το αυτιστικό μύασμα δεν το έχουν στη δική τους οικογένεια.  Το παιδάκι βέβαια ποσώς το νοιάζει πως το κοιτάς εσύ. Παρατηρεί την διαδρομή κι ανοίγει χαρούμενο το στόμα. Τα σάλια τρέχουν και κάποιες κοπελίτσες χασκογελούν κορο’ι’δευτικά. Το χασκογελούν βέβαια έχει διαφορά με το ουσιαστικό χαμόγελο του μικρού.

Ίσως αυτό και να ζηλεύουν υποσυνείδητα. Το παιδάκι αυτό, στο δικό του μικρόκοσμο είναι απαλλαγμένο από την φυλακή που είμαστε χωμένοι εμείς οι υπόλοιποι: το τι θα πουν οι άλλοι. Ενθουσιάζεται με το σχήμα των σπιτιών, με το χρώμα των καθισμάτων, χαίρεται αυτά τα μικρά που εμείς δεν παρατηρούμε. 

Βγάζει ενοχλητικές για μας κραυγές, που όμως για κείνο είναι μελωδίες στο τραγούδι της ζωής του. Είναι στ’ αλήθεια ευτυχισμένο.

 Κι εμείς θεωρούμαστε τυχεροί που διαθέτουμε φυσιολογικό σχήμα και την λογική να εκτιμήσουμε τα μεγάλα νοήματα.Αλλά ευτυχισμένοι σαν εκείνο, δεν είμαστε. Πότε θα νιώσουμε έτσι;


Ίσως όταν πεθάνει ο κριτής μέσα μας.

Για ένα λεπτό διαφορά...

Περνώντας τον δρόμο σήμερα το πρωί, είδα το λεωφορείο να περνάει κι αφού δεν το πρόλαβα, μια έκφραση απογοήτευσης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου.


 Ένας τύπος απ΄την απέναντι μεριά βρήκε την έκφραση μου προφανώς αστεία και γέλασε κορο'ι'δευτικά, περνώντας τον δρόμο.

Δεν είδε όμως το αμάξι που ερχόταν και σκόνταψε πάνω του....ευτυχώς χωρίς να έχουμε απώλειες.

Δεν την καταλαβαίνω την χαιρεκακία και σίγουρα ούτε το Σύμπαν την κατανοεί.

Εγώ τελικά τον πρόλαβα τον προαστιακό με το επόμενο λεωφορείο που πέρασε, αλλά για φανταστείτε πόσο σοβαρά θα μπορούσε να τραυματιστεί ο τύπος, για 30 δευτερόλεπτα που δεν εστίασε στη ζωή του, αλλά στο τι κάνουν οι γύρω του.

Είναι σύνηθες φαινόμενο στους ανθρώπους να ασχολούμαστε με το τι κάνουν οι άλλοι. Έτσι όμως δεν προσέχουμε αυτό που θα έρθει σφόδρα στη ζωή μας, είτε είναι απρόσμενα καλό είτε είναι ξαφνικό κακό.

Άλλοι πάλι είναι τόσο καταστροφικά προσηλωμένοι στο εγώ τους, όπως ο Νάρκισσος που έπεσε στην λίμνη.

Γενικά χρειάζεται μια ισορροπία μεταξύ του κόσμου σου, του εγώ σου και της κοινής πραγματικότητας με τους γύρω σου.

Αυτή είναι και η προσωπική μου ερμηνεία απ΄το σημερινό γεγονός.

 Αντί λοιπόν να συγχυζόμαστε απ΄τα γενόμενα, είναι αφάνταστα διασκεδαστικό και χρήσιμο να τα παρατηρούμε και να αυτοπαρατηρούμαστε, λαμβάνοντας μηνύματα για την προσωπική μας πορεία.

Έφτασα στο γραφείο κι έφτιαξα το καθιερωμένο μου τσάι. Πάνω στο σημερινό φακελάκι έγραφε το εξής απόφθεγμα: ''lead me from the unreal, to the real''

Είναι αέναο το παιχνίδι του αποσυμβολισμού κι επειδή ανάλογα με το τι συμβαίνει στη ζωή μου μπορώ να βγάλω διαφορετική εκτίμηση, αυτή την ερμηνεία, την αφήνω σε σας. Enjoy the game!

Πόσο υπολογίζεις τα ΟΝΕΙΡΑ σου ;


Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όταν κάθομαι σ’ ένα λεωφορείο με δεκαπέντε άδειες θέσεις, αυτός ή αυτή που θα μπει, θα κάτσει ακριβώς δίπλα μου. Το έχετε παρατηρήσει κι εσείς έτσι;

«Τελικά ξεστομίζουμε βαρύγδουπα ότι δήθεν θέλουμε την ησυχία μας, αλλά κανείς δεν το θέλει πραγματικά!» έλεγα συμπερασματικά μια μέρα στη Γωγώ  «Εγώ την θέλω και το επιδιώκω!» μου απάντησε εκείνη.

Την Γωγώ την γνώρισα πριν δύο χρόνια στο πάρκο όπου η σκυλίτσα μου ερωτεύτηκε τον δικό της σκύλο. Επαγγέλλεται κομμώτρια αλλά το όνειρο της από είκοσι χρονών ήταν να μείνει σε μια φάρμα στην επαρχία. Παρωχημένο και χιλιοειπωμένο, είχα σκεφτεί όταν μου το’ πε, αλλά δεν βαριέσαι…πόσοι το λένε και δεν το κάνουν;

Μετά από κάποιους μήνες καθημερινής βόλτας στο πάρκο, μου έκανε την ανακοίνωση: «Φιλενάδα βρήκα το ιδανικό μέρος! Την άλλη εβδομάδα μετακομίζω στην Κυπαρισσία!» Χρειάστηκα αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσω τι μου έλεγε.

Δηλαδή θα άφηνε το σπίτι που έχτισε με τόσο κόπο κάνοντας οικονομίες και την καλή δουλίτσα στο σούπερ χλιδάτο κομμωτήριο για να πάει να ταΐζει κότες;
«Και το πρόσωπο; Εδώ θα τον αφήσεις;» την ρώτησα. Διατηρούσε μια  ανεμοδαρμένη σχέση που μετρούσε εννέα μήνες.

«Το όνειρο μου να ζήσω κοντά στη φύση μακριά απ΄τους έντονους ρυθμούς της Αθήνας, είναι πιο φλέγον κι απ΄τον έρωτα. Δεν μπορώ να τον αναγκάσω να συμμετέχει στο όνειρο μου βρε Αναστασάκι, αν δεν το έχει ποθήσει και ο ίδιος. Και ξέρεις βαρέθηκα να περιμένω μέχρι να θελήσει κάποιος να πορευτεί μαζί μου. Αποφάσισα να το κάνω μόνη μου.»

Μάζεψε λοιπόν τα μπογαλάκια της, κόλλησε ένα «ενοικιάζεται» στο σπίτι της κι έφυγε για το χωριό Μύλοι. Βρήκε μια πανέμορφη μονοκατοικία με αυλή και θέα την θάλασσα, σε τιμή που εδώ στην πρωτεύουσα νοικιάζεις μόνο υπόγειο.
Δίπλα της αντί για πολυκατοικίες έχει δένδρα και μια ρεματιά που την ξυπνά κάθε πρωί με τον τραγουδιστό ήχο του νερού.
 Ένα χρόνο μετά την ακούω στο τηλέφωνο με την ίδια έξαψη, να μου περιγράφει πόση μαγεία βιώνει καθημερινά. Οι συντοπίτες της στην αρχή την αντιμετώπισαν καχύποπτα. Σου λέει, μια γυναίκα μόνη στα τριάντα-βάλε έρχεται εδώ στην ερημιά να κάνει τι; Ποιος ξέρει τι αμαρτίες κουβαλά απ΄την πόλη.

 Όμως με την ευγένεια και το μπρίο που σκορπούσε, κατάφερε να την προμηθεύουν με τόση αγάπη, τρυφερότητα και λαχανικά, που το ψυγείο της είναι πάντα γεμάτο παρότι η ίδια είναι άνεργη. Κουτσά στραβά τα βγάζει πέρα με κάτι κουρέματα αλλά δεν προβληματίζεται.
 Δηλώνει ευτυχισμένη σε κάθε στιγμή κι εκφράζει συνέχεια την ευγνωμοσύνη της για όσα είναι να έρθουν. Πραγματικά την ζηλεύω αφάνταστα για το πνεύμα της.

«Κι από παρέες;» την ρώτησα μια μέρα.
 «Έχω βρει κι άλλους εδώ που παράτησαν τις πόλεις! Είναι ένα ζευγάρι που κάνουμε πολύ ωραία παρεούλα. Ο Σωτήρης έκανε μεταπτυχιακό οικονομικών στο Λονδίνο και τελικά ήρθε εδώ κι έστησε μια επιχείρηση καλλιέργειας βοτάνων που πάει περίφημα. Προμηθεύει τα πιο εκλεπτυσμένα εστιατόρια. Κι η γυναίκα του η Αλκμήνη παράτησε την δικηγορία στην Θεσσαλονίκη και τώρα παραδίδει εδώ μαθήματα yoga.

 Τα παιδιά ακολούθησαν το όνειρο τους, ήρθαν εδώ, γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν. Που ξέρεις...μπορεί κι εγώ να βρω έτσι το ταίρι μου! Προς το παρόν απολαμβάνω την κάθε στιγμή με τον εαυτό μου! ‘Αντε ψηθείτε να ρθείτε κι εσείς να φτιάξουμε κοινότητα».
 Την τελευταία ατάκα μου την πετάει κάθε φορά πριν κλείσουμε το τηλέφωνο.
Ώραια ιστορία θα πεις εσύ που τη διαβάζεις. Ίσως να συλλογίζεσαι ότι κάποια στιγμή θα ήθελες να το κάνεις κι εσύ. Όμως δεν θα το κάνεις. Θες να σου πω γιατί;

«Ο κόσμος σαν εσένα... νιώθει ζωντανός μόνο ανάμεσα στους άλλους... προτιμάει τα πολυσύχναστα μέρη...

 βρίσκει δουλειά σε δημόσιες υπηρεσίες ή απασχολείται σε μεγάλες επιχειρήσεις... οπουδήποτε μπορεί να νιώθει το καθησυχαστικό χάϊδεμα του πλήθους...

 Εξυμνεί όλες τις ιεροτελεστίες της εξάρτησης και πλημμυρίζει τους ναούς της: κινηματογράφους, θέατρα, νοσοκομεία, γήπεδα, δικαστήρια, εκκλησίες, αρκεί να είναι με τους άλλους, αρκεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, από το δυσβάσταχτο βάρος της μοναξιάς του».
Γράφει ο συγγραφέας Stefano Elio D’anna στο βιβλίο του «Σχολή των Θεών».

Λατρεύουμε τα προβλήματα μας και να μιλάμε συνεχώς γι αυτά. Μας αρέσει να συνωστιζόμαστε, αλλά να σιχτιρίζουμε ο ένας τον άλλον. Να πηγαίνουμε για καφέ και να παραπονιόμαστε για την τιμή του.
 Δυσκολευόμαστε να εγαταλείψουμε τα βάσανα και τις ανασφάλειες μας κι έτσι γινόμαστε πάμπλουτοι σ’ αυτά.
 Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκατσες παρέα με τον ουρανό, απλά να ανασαίνεις και να υπάρχεις; Φαντάζει ξένο το σκηνικό. Την φοβόμαστε την απεραντοσύνη και προτιμάμε να κάνουμε βουνό τα μικροαστικά μας προβλήματα.

Και τι ν’ αφήσω την δουλίτσα μου, που μου πληρώνει έστω τους λογαριασμούς και να τρέχω για πουρνάρια, θα μου πεις. Και την ζωή σου ποιος θα στην ξεπληρώσει;

 Αφιερώνεις οχτώ ώρες κάθε μέρα για να κάνεις μια δουλειά που δεν σου αρέσει. Γιατί αντε να σου αρέσει αλλά να μην πληρώνεσαι καλά, τουλάχιστον δεν είναι χαμένος χρόνος.

 Αλλά να μην σου αρέσει και να πληρώνεσαι και κάκιστα, απλά για να ξεπληρώνεις τους λογαριασμούς, ποιο το νόημα; Θα σου χαρίσει κανείς ποτέ πίσω τα χρόνια που σπατάλησες;

Το να ξεχνάς τον εαυτό σου είναι η μοναδική αμαρτία. Και το να θυμάσαι τον εαυτό σου στην τέλεια ομορφιά του, είναι η μοναδική αρετή, η μοναδική θρησκεία. 


Και για να είσαι ο εαυτός σου, χρειάζεται πρώτα να γνωρίσεις τον εαυτό σου και μετά να τον θυμάσαι. Και πως θα τον γνωρισεις αμα τρέχεις συνέχεια; Σε ρωτάω εγω.



OSCAR DE LA RENTA: τα αιθέρια υφάσματα ενός ανθρώπου με Όραμα


Τρία είναι τα εντονότερα πάθη μου: ο αποσυμβολισμός και συγγραφή μύθων, τα ταξίδια και η μόδα. Όχι όμως η οποιαδήποτε μόδα, αλλά αυτή που συνδυάζει τα προηγούμενα δύο:
Υφάσματα παραμυθένια που σε ταξιδεύουν σ’ έναν κόσμο αιθέριο, ανώτερης αισθητικής. Κάπως έτσι αισθάνθηκα όταν πριν χρόνια έπιασα ένα μεταξωτό φόρεμα του οίκου Oscar De La Renta.
 Θυμήθηκα την αίσθηση σήμερα με αφορμή την είδηση του θανάτου του. Βέβαια όπως πολύ σωστά λέει το διάσημο απόφθεγμα που έγινε και στίχος των Ace of Basea man will die but not his ideas.
 Κι εκεί θέλω να σταθώ. Στην ηλικία που έπιασα δουλειά ως βοηθός ενδυματολόγου και περιφερόμουν κουβαλώντας πανάκριβα ρούχα διάσημων οίκων, ήξερα πολύ λίγα πράγματα για τον ενεργοπληροφοριακό κόσμο.
 Ότι δηλαδή όλοι οι άνθρωποι περιβαλλόμαστε από ένα ενεργειακό αόρατο κουκούλι που λέγεται αύρα και ότι οι σκέψεις μας δημιουργούν ύλη όπως είχε περιγράψει ο Einstein.
  Αργότερα μέσα στα πολλά που έμαθα απ΄την δασκάλα μου  ήταν  και το παρακάτω:  Είναι πολύ διαφορετικές οι  αισθήσεις που λαμβάνουμε από ένα ρούχο που έχει ραφτεί με πόνο από  άτομα τρίτων χωρών που ζουν για ένα κομμάτι ψωμί και από ένα ένδυμα που φτιάχτηκε με αγάπη  των καλοπληρωμένων ανθρώπων που δουλεύουν κάτω απ΄το όραμα του σχεδιαστή.
 Διότι σίγουρα τα ενδύματα δεν τα ράβουν οι ίδιοι οι σχεδιαστές μεν, αλλά η επιλογή των ανθρώπων που θα δουλέψουν για τον οίκο  και θα κάνουν πράξη το όραμα , δεν είναι τυχαία.
 Όταν άγγιξα αυτό το φόρεμα ένιωσα ότι ήταν κάτι το αιθέριο, φερμένο κατευθείαν απ΄τον κόσμο των Ιδεών ενός ανθρώπου που λάτρευε την γυναίκα ως θεότητα.
 Ίσως γι’ αυτό και να επέλεξε να δημιουργήσει ενδύματα  θεϊκά που ν’ αναδεικνύουν την γυναικεία χάρη. Άλλωστε έλεγε ότι θέλει τα ρούχα του να εκφράζουν τα δύο προτερήματα που θαυμάζει στις γυναίκες, αυτοπεποίθηση και ευγένεια.
 Πίστη  δηλαδή στη γυναικεία μας θεϊκή φύση (δύναμη που μας έδωσε η Γη ως μητέρες) κι αιθέρια κομψότητα και χάρη. Και τα δύο φυσικά βρίσκονται σ’ έλλειψη στις σημερινές γυναίκες.
H ιστορία του έχει πολλά κοινά με το παραμύθι του Γενναίου Ραφτάκου που από ένα μικρό εργαστήρι,ξεκίνησε να κατακτήσει τον κόσμο. Έτσι κι ο De La Renta από την Ισπανία που  σπουδάζε καλές τέχνες, βρέθηκε να κατακτά τη Νέα Υόρκη κι από εκεί το Παρίσι και τις διεθνείς πασαρέλες.
  Μούσα του απ΄την αρχή που πήρε το ρίσκο να κάνει τα δικά του βήματα, ήταν η Françoise de Langlade, διευθύντρια τότε της Γαλλικής Vogue. Δεν επέλεξε μια μοντέλα με τζούφια ενέργεια, αλλά μια γυναίκα με γνωριμίες κι επίπεδο που χάρη στην δυνατή γυναικεία της φύση, τον τροφοδότησε ούτως ώστε να απογειώσει την καριέρα του.
 Συγκινητικό είναι ότι αφ’ οτου απεβίωσε η γυναίκα του το 1983, πήρε την απόφαση να υιοθετήσει ένα ορφανό παιδί απ΄την μητρική του πατρίδα, τον Mojes De La Renta που εργάζεται σήμερα στον Οίκο. 
 Το 1990 ξανανυμφεύθηκε την Engelhard Reed, διότι τέτοιοι άνδρες με μεγαλεπήβολα οράματα που δημιουργούν κινήματα και τάσεις, δεν δύναται να μείνουν χωρίς μούσα.
Το 2004 εισήγαγε στην αγορά μια πιο οικονομική σειρά την Ο oscar, με σκοπό να κάνει πιο προσιτή την χάρη των ρούχων του στο ευρύ κοινό.
Και σε μια εποχή που κρατεροί οίκοι μόδας όπως οι Louis Vuitton, DKNY και Gucci, πούλησαν τα μερίδια τους σε ισχυρούς εταιρικούς ομίλους κάτι σαν τράπεζες ένα πράγμα, ο Oscar De La Renta προτίμησε να μην επεκτείνει τις επιχειρήσεις του με εξωτερική βοήθεια. «Παρότι είχα αρκετές προτάσεις, πιστεύω ακράδαντα ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε κυρίαρχοι του πεπρωμένου μας» είχε δηλώσει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του.

Σίγουρα πολλές γυναίκες βλέποντας τις δημιουργίες του φορεμένες απ΄τις πρωταγωνίστριες του ‘’Sex & the City’’ και ‘’ Gossip Girl’’ ονειρεύτηκαν να  έχουν τα χρήματα να ντύνονται έτσι...αλλά δεν αρκεί αυτό.
Προσθήκη λεζάντας
Για να αισθάνεσαι καλοντυμένος , χρειάζεται να τα έχεις βρει όχι μόνο με το γυμνό σώμα σου, αλλά και με τον γυμνό εαυτό σου.

To παιδί που γέννησε τον Έρωτα

Διαβάζοντας το διήγημα του Γάλλου Ρομαντικού Guy de Maupassant (‘’ο μπαμπάς του Σιμόν’’) θυμήθηκα την πρώτη φορά στο δημοτικό που άκουσα την λέξη «μούλικο». Όταν μου έξηγησε η μητέρα μου ότι έτσι μερικοί αποκαλούν τα παιδιά που δεν προκύπτουν από γάμο, ανατρίχιασα με την σκληρότητα.
Πλέον στην εποχή μας έχουμε ξεπεράσει αυτές τις ρετσινιές κι είναι της μοδός να κάνουμε τον γάμο μαζί με την βάφτιση...ή και καθόλου. Έρωτας να υπάρχει κι όλα τ΄άλλα είναι δευτερεύοντα. Υπάρχουν όμως και παιδιά που δεν προκύπτουν καν από αγάπη κι έρωτα, σαν τον μικρούλη της ιστορίας μας.

  Ο Λευτέρης γνώρισε την Βέρα ή μάλλον το κορμί της Βέρας στις τουαλέτες ενός club. Συνέχισαν να βγαίνουν μετά απ΄ αυτήν την ιδρωμένη τους συνεύρεση , κυρίως για να βγάζουν τα μάτια τους και πάνω στο μήνα η Βέρα ανακάλυψε ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε εγκυμοσύνη.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο αποφάσισαν να κρατήσουν αυτό το μωρό που ήρθε τυχαία στη ζωή τους. Βέβαια είμαι φανατική οπαδός της πεποίθησης ότι τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία σε αυτόν τον πλανήτη.
Αλλά να, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει πως ο γυναικοκατακτητής, το ρεμάλι της παρέας, ο Λευτέρης αποφάσισε στα ξεκούδουνα να γίνει μπαμπάς και μάλιστα με μια κοπέλα που το μόνο ενδιαφέρον που του είχε εξάψει ήταν αυτό του κάτω μορίου. Για έρωτα ούτε λόγος.
Τα κριάρια (το ζώδιο του Λευτέρη) λένε ότι είναι λίγο χύμα γενικά ,αλλά ας μην το εξετάσω αστρολογικά. Θες ότι ο Λευτέρης είχε πατήσει τα 35 και δεν είχε κάνει τίποτα σοβαρό στη ζωή του, θες ότι γενικά δεν ήξερε τι του έλειπε, αποφάσισε να βουτήξει στην οικογενειακή ζωή.
Βέβαια ένας άνθρωπος δεν ωριμάζει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Το «πάω να αγοράσω γάλατα και γύρισα το βράδυ γιατί έπινα τσίπουρα με την παρέα» κούρασε την Βέρα που μετά από δύο χρόνια, μια μέρα τον πέταξε έξω απ’ το σπίτι.
 Κάπου εκεί γνώρισα εγώ τον Λευτέρη. Να μου διηγείται ένα βράδυ πόσο πολύ του λείπει να συλλαβίζει λεξούλες στον γιο του και να τον βάζει για ύπνο. Από τις διανθισμένες φρασεολογίες που χρησιμοποιούσε για την Βέρα, κατάλαβα ότι δεν του έλειπε μόνο ο γιος.

 Ευτυχώς που το αναγνώρισα δηλαδή, γιατί οι χωρισμένοι μπαμπάδες είναι ιδιαίτερα ερωτεύσιμοι και το χρησιμοποιούν αυτό κατά κόρον.
 Αντί να την πατήσω λοιπόν, έγινα φίλη του και τον παρακολουθούσα να χρησιμοποιεί αυτό το γόητρο σε άλλες κοπέλες. 
Κι αυτό για να ανεβάζει φωτογραφίες σ’ όλα τα κοινωνικά δίκτυα με σκοπό να εμπεδώσει η Βέρα, ότι εκείνος είχε προχωρήσει στη ζωή του.
 Τόσο είχε ξεφύγει στην εκδικητικότητα, που μια μέρα έγραψε στο status του ότι περιμένει να ξαναγίνει μπαμπάς από την καινούρια του ξανθομαλλούσα κοπελίτσα.
Βέβαια κι η Βέρα δεν έμεινε άπραγη, πέρασε στην αντεπίθεση βρίσκοντας καινούριο ‘’μπαμπά’’ για τον μικρό. Αυτό το τελευταίο έκανε τον Λευτέρη να ξεκινήσει διαδικασίες για να της πάρει την επιμέλεια του παιδιού.

Εν τω μεταξύ ο μικρός μεγάλωνε και περίμενε υπομονετικά πότε θα σταματήσουν οι γονείς του να παιδιαρίζουν, για να παίξουν μαζί του. Εδώ να παραθέσω και την κακοπροαίρετη σκέψη που είχα κάνει τότε όσο εκείνοι οι δύο παιδιάριζαν στους δικηγόρους. Αναρωτιόμουν πως μια ιδρωμένη συνουσία σε τουαλέτες, που μόνο έρωτα δεν το λες, μπορεί να καρποφορήσει ένα τόσο αξιολάτρευτο αγγελούδι με σοφή ψυχή.

Ευτυχώς το αγγελούδι δεν περίμενε πολύ μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι γονείς του τι νιώθουν ο ένας για τον άλλον. Ο Λευτέρης όσο πάλευε για την επιμέλεια του μικρού, κατάλαβε επιτέλους ότι δεν του λείπει μόνο ο γιος του, αλλά η Βέρα μαζί με τον γιο.

Γιατί όσο ζούσαν μαζί η μαμά Βέρα του φανέρωσε ένα πρόσωπο που σε καμία περίπτωση δεν θα το είχε ανακαλύψει στα σύντομα ραντεβουδάκια μέσα στ’ αυτοκίνητα και τις τουαλέτες. Δεν θα είχε προλάβει δηλαδή, γιατί θα είχε περάσει ήδη στην επόμενη. Απλά του πήρε λίγο παραπάνω χρόνο μέχρι να κατανοήσει ότι την είχε ερωτευτεί.

Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν είναι προτροπή να πάμε όλες να γκαστρωθούμε για να βρούμε τον έρωτα. Παρέθεσα την ιστορία για τα  ζευγάρια που ορκίζονται αιώνια αγάπη, αλλά μόλις δουν τεστ θετικό είναι έτοιμοι να κλωτσήσουν την «αγάπη» αυτή αλα Λεωνίδα στο «Τhis is Sparta».

Ναι εσείς που ξέρετε ποιοι είστε και τι δεν θέλετε οκ το δέχομαι, δικαίωμα σας. Ρίχτε το στον Καιάδα. Αλλά εσείς που φοβάστε και παίρνετε αποφάσεις με γνώμονα τις ανασφάλειες σας, έχετε ιδέα τι κλωτσάτε;
Κάπου εκεί έξω κυκλοφορεί ένας μπόμπιρας ετών πέντε , που κλείνει το μάτι σε αυτούς που αναρωτιούνται πως η Βέρα κι ο Λευτέρης τα ξαναβρήκαν και μοιάζουν τόσο αγαπημένοι.

 Και πως άλλωστε να μην κλείνει το μάτι….Δεν είναι και λίγο να  σπέρνεις έναν έρωτα  με τον ερχομό σου στη Γη.

BLOOD MOON: Το φοβερό ή της Αφθονίας;




Η Οκτωβριανή πανσέληνος ονομάστηκε από την παλαιολιθική εποχή, Ματωμένο Φεγγάρι ή αλλιώς Πανσέληνος των Κυνηγών (The hunters moon) διότι σηματοδοτούσε την κατάλληλη περίοδο για να κυνηγήσουν και να αποθηκεύσουν κρέας για τον κρύο χειμώνα. Η σελήνη φωτίζει ιδανικά, τα φύλλα έχουν πέσει αυτή την περίοδο και οι κυνηγοί μπορούν εύκολα να εντοπίσουν την λεία τους.

Όποιος βάζει το ρολόι στις 6.30 για να πάει στη δουλεία του  και ξύπνησε με το φως της Σελήνης σήμερα αντί για του Ηλίου, μπορεί ν’ αντιληφθεί πόσο έντονο είναι. Πλέον όμως αγοράζουμε το κρέας στο super market και δεν μπορούμε να συσχετισθούμε με την ευλάβεια που ένιωθαν οι τότε άνθρωποι ως προς τα φυσικά φαινόμενα που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τρόπο ζωής τους.

 Όταν ακούμε blood moon στο μυαλό μας έχουμε φονικά, λυκάνθρωπους και  φοβερά τεκταινόμενα κι έχει συνδεθεί με πολλά κοσμοιστορικά γεγονότα. Σε όλες  τις προ-χριστιανικές αλλά και χριστιανικές παραδόσεις βέβαια, το αίμα είναι σύμβολο ζωής κι όχι θανάτου. Δεν θα εξετάσω πως  αντιστρέψαμε τους συμβολισμούς στη πορεία των χρόνων. Ίσως γιατί δεν διδαχτήκαμε ποτέ στο σχολείο την Ιστορία πίσω απ’ την Ιστορία..

Στα βιβλία εκείνα που ζωγραφίζαμε με στιχάκια, απεικονίζονταν τοιχογραφίες με κυνήγι ζώων, χοροί κυκλικοί και κερασφόρες φιγούρες.  Καθότι δεν είχαν βιβλία για να ζωγραφίσουν και το κύριο μέλημα τους ήταν πως να βρουν τροφή, οραματίζονταν τον εαυτό τους να πιάνει το θήραμα και χρησιμοποιούσαν τις ζωγραφιές για να βλέπουν τον στόχο τους.

Χόρευαν σε κύκλο λίγο πριν βγουν για κυνήγι για να ανυψώσουν την δύναμη τους, καθώς με τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό οι παλμοί της καρδιάς ανεβαίνουν. Σε αντίθεση με τους σημερινούς κυνηγούς, σέβονταν την λεία τους. Δεν σκότωναν ότι βρουν μπροστά τους και δεν περιφρονούσαν ποτέ και κανένα ζώο, θεωρώντας ότι είναι καλύτεροι ως δίποδα με ανεπτυγμένο εγκέφαλο.

Όταν επέστρεφαν με τα τομάρια , τιμούσαν το πνεύμα του ζώου που σκότωσαν  και προσέφεραν ευχαριστίες με χορούς και ύμνους προς τον θεό ή θεά του κυνηγιού (ανάλογα με τον λαό). Λογικό είναι εφ’ όσον ερχόντουσαν σε επαφή με κερασφόρα ζώα, οι θεοί τους να έχουν αυτή τη μορφή. Πάνας, Άρτεμις, Mixcoatl, Cernunnos, ακόμα και στον Διόνυσο έχει προσδοθεί η μορφή του κερασφόρου θεού.

Η κατεξοχήν θεά του κυνηγιού είναι η δική μας Άρτεμις κι αργότερα Diana των Ρωμαίων. Θα ήθελα να σταθώ στον Cernunnos που είναι λιγάκι παρεξηγημένος. Απεικονίζεται να κρατά στο ένα του χέρι περιλαίμιο που συμβολίζει την αφθονία και στο άλλο ένα φίδι που λόγω του ότι αλλάζει δέρμα, συμβολίζει την αναγέννηση.

Έτσι αποξενωμένοι από την φύση που είμαστε, το μόνο που μπορούμε να αντλήσουμε από τη μορφή ενός φιδιού, είναι αρνητικά συναισθήματα. Κι όμως ακόμα και ο δικός μας ο Ερμής απεικονίζεται να κρατά ένα κυρήκειο τυλιγμένο με φίδι. Εδώ το φίδι συμβολίζει ξεκάθαρα την έλικα του DNA. O θεός της Ιατρικής πάλι ο Ασκληπιός, κράτα ράβδο με φίδι, το σήμα που βλέπεις στην ταμπέλα κάθε φαρμακείου.

Μερικοί  μυθογράφοι το πάνε ακόμα παραπέρα, δηλαδή ότι το φίδι συμβολίζει το ανερχόμενο ρεύμα ενέργειας στο ανθρώπινο σώμα (κουνταλίνι).

Σε κάθε περίπτωση, το φίδι σήμαινε θεραπεία, αναγέννηση, ζωή, όπως και το αίμα.

Η Πανσέληνος του Οκτωβρίου για τους παραπάνω λόγους αντιπροσωπεύει την αφθονία κι αφού το μόνο κυνήγι που μας αφορά είναι το κυνήγι των ευκαιριών, σημαίνει λοιπόν την αφθονία στον τομέα των οικονομικών, της υγείας και της αγάπης. Αυτοί που θα δυσκολευτούν είναι μόνο όσοι δεν είναι απόλυτα συντονισμένοι με τα θέλω τους και τους στόχους τους. Ας μην αποδίδουμε τις εκρήξεις μας και τις δραματικές τάσεις μας στο φεγγάρι. 

Κι εφόσον η έκλειψη μάλιστα είναι ένα επιπλέον παράθυρο για να επέλθουν βαθιές και σημαντικές αλλαγές, ας λάβουμε το μήνυμα να τιμήσουμε την ροή της ζωής(blood flow) όπως οι προγονοί μας. Η σκιά αυτής της κόκκινης έκλειψης συνέβη για να μας υπενθυμίσει  ότι αυτό που είμαστε κι αυτό που θέλουμε να γίνουμε δεν είναι γραμμένο πουθενά αλλού, παρά στην καρδιά μας!

Κύκλους που κάνει η ζωή


Πριν χρόνια πρωτοπροβλήθηκε η ταινία «The notebook» βασισμένη στο βιβλίο του Nicolas Sparks και παραμένει blockbuster μέχρι και σήμερα. Κατά κόρον οι περισσότεροι στέκονται στο love story. Εγώ στάθηκα στο γεγονός ότι τα παιδιά της πάσχουσας από Alzheimer, Ally, προχωρούν τις ζωές τους μακριά απ΄το κέντρο φροντίδας. Αυτός που μένει και την φροντίζει μέχρι το τέλος, είναι ο σύζυγός της Noah.
Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει σύζυγός για να φροντίσει τον ηλικιωμένο γονέα με Alzheimer ή άνοια;
Εδώ στην Ελλάδα έχουμε γαλουχηθεί με την χριστιανική εντολή «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Μπαίνεις λοιπόν στο δίλημμα αν θα σπαταλήσεις τις περισσότερες ώρες της ζωής σου στο το να φροντίζεις ένα ενήλικο μωρό( πόσο μάλλον αν δεν έχεις κάνει δικά σου), ή αν θα αφήσεις τον γονέα σε κάποιο γηροκομείο με τις ενοχές να σε τρώνε για πάντα ότι τον πέταξες.

Η Βάσω, αδερφή της γιαγιάς μου Τασίας, μετακόμισε στο σπίτι μας πριν εννέα χρόνια αφ’ ότου απεβίωσε ο άντρας της. Παιδιά δεν είχε για να την φροντίσουν αλλά έτσι κι αλλιώς πάντοτε όταν παραθερίζαμε στο χωρίο, γιαγιά την φωνάζαμε και την αγαπούσαμε το ίδιο. Ήταν πολύ πρόσχαρος άνθρωπος και απ΄αυτές τις γυναίκες που ανοίγουν το σπίτι τους σε κάθε ξένο. Σαν οικογένεια της πλέον, αναλάβαμε εμείς την ευθύνη της.
Η γιαγιά Βάσω μου έμαθε τι πραγματικά σημαίνει αστείρευτη υπομονή και ανοχή. Τα πρώτα χρόνια που δεν ήταν τόσο σοβαρό το πρόβλημα, αφήναμε την ίδια να παραλαμβάνει την σύνταξή της.
Ομολογώ ότι ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να τακτοποιώ το σπίτι και να παίζω το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, ανακαλύπτοντας εδώ κι εκεί 50ευρά που έκρυβε η γιαγιά δήθεν απ’ τους Γερμανούς.
Υπήρξαν πολλά αστεία περιστατικά που τα θυμάμαι με αγάπη κα μου λείπουν πολύ. Όπως τότε που η γιαγιά ξύπνησε τον αδερφό μου ξημερώματα για να πάει ν’ αρμέξει τις αγελάδες.
Ή τότε που την ρώτησα: «ποιον χαιρετάς γιαγιά; Και μου απάντησε: «Να,την Βαγγελίτσα που στέκεται δίπλα σου». Εννοούσε την γειτόνισσα απ΄το χωρίο που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν. Ο αδερφός μου αναφέρεται ακόμα σ’ εκείνο το σκηνικό με την ατάκα απ΄την «6η Αίσθηση» : I see dead people...και γελάμε.
Τα βιώματα της Κατοχής ερχόντουσαν όμως όλο και πιο πολύ στην επιφάνεια, οπότε άρχισε να μην έχει πλάκα. Η πόρτα κλείδωνε μόνιμα πλέον καθ΄ότι είχε τάσεις φυγής.
 Δεν ήταν μόνο ότι έχανε την επαφή της με την πραγματικότητα, αλλά ξεχνούσε βασικές λειτουργίες όπως το πώς να περπατάει ή να τρώει. Χρειαζόταν βοήθεια για να πάει τουαλέτα. Το τρομερό δεν ήταν βέβαια αυτό, αλλά το ότι ξεχνούσε ότι είχε πάει πέντε λεπτά πριν.
Όταν φτάσαμε στο σημείο να τρώμε όλοι μαζί στο τραπέζι και να ουρλιάζει ότι την έχουμε εγκαταλείψει μόνη της στον ποταμό (εννοούσε τα χρωματιστά πλακάκια), έθεσα το ερώτημα μήπως θα έπρεπε να λάβει εξειδικευμένη φροντίδα από κάποιο κέντρο. Ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος. Δεν θα την εγκατέλειπε σαν κουρέλι, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ξέρω πολλούς άλλους φίλους μου όμως, που βρήκαν ως καλύτερη λύση  να παρέχεται φροντίδα στον γονέα τους, από άτομα που γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν τέτοιες κρίσεις.  Βασικά δεν υπάρχει η σωστότερη συνταγή. Ο καθένας κρίνει τι είναι καλύτερο και σε τι μπορεί να ανταπεξέρθει.
Όταν δεν έχουν επαφή πλέον με την πραγματικότητα, το περιβάλλον είναι έτσι κι αλλιώς άγνωστο, είτε μένουν στο σπίτι, είτε στο γηροκομείο. Καταλαβαίνουν μόνο την παγκόσμια γλώσσα, την αγάπη. Κι ίσως όταν η υπομονή σου εξαντλείται καθημερινά από τις αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές μέσα στο σπίτι, να μην έχεις το κουράγιο να την εκφράσεις.
Στα τελευταία της η γιαγιά μου δεν θυμόταν καν να αρθρώσει λέξεις κι εκνευριζόταν που δεν κατανοούσαμε τα λόγια της, η καρδιά της χτυπούσε κόκκινο.
Τότε έκανα το εξής: την κοιτούσα βαθιά στα μάτια και της έλεγα: « Δεν πειράζει που δεν σε καταλαβαίνουμε, εσύ καταλαβαίνεις πόσο σ’αγαπάω;» Τότε αμέσως χαμογελούσαν τα μάτια της και γαλήνευε. Και κάπως έτσι έφυγε κι απ’ τη ζωή. Με το σ’αγαπώ.