Ο καινούριος χρόνος μπήκε αλλά η καθημερινότητα δεν αλλάζει.
Ακολουθώντας την ίδια μονότονη διαδρομή συναντάς ανθρώπους που τυχαίνει να
ανεβαίνουν τις ίδιες ώρες στα μέσα μεταφοράς, δουλεύοντας κάπου στην ίδια
περιοχή με εσένα. Πρόσωπα που σου γίνονται οικεία όμως στην ουσία σου είναι
άγνωστα. Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι μια κοντή λεπτεπίλεπτη κοπελίτσα με
σουβλερή μύτη. Την έχω πετύχει κατά καιρούς με
διαφορετικές αλλαγές στα μαλλιά της που όμως δεν καταφέρνουν να
κρύβουν τα αυτιά ξωτικού που προεξέχουν. Σίγουρα θα έχει φάει μεγάλο δούλεμα
και για την μύτη της. Ίσως και απόρριψη. Έμενα πάλι, μου μοιάζει με
ταλαιπωρημένη νεράιδα που έχασε τα αιθέρια χαρακτηριστικά της βουλιάζοντας στην
πυκνή ύλη αυτού του πεζού κόσμου. Μου θύμισε ένα παραμύθι του Wilhem Hauff και θέλω να της το αφιερώσω. Αφιερωμένο
και σε όλους αυτούς που γκρινιάζουν για τις κακοτυχίες τους.
Κάποτε σε μια φημισμένη πόλη της Γερμανίας ζούσε ένας παπουτσής με
την γυναίκα του. Εκείνος επισκεύαζε μπότες κι όταν είχε αρκετά χρήματα αγόραζε
δέρμα για να φτιάξει παπούτσια κι εκείνη πουλούσε στην αγορά τα λαχανικά
που μάζευε από τον μικρό τους κήπο. Η γυναίκα προσέλκυε πολλούς πελάτες με την
φρόνιμη εμφάνιση της και τον τακτικό τρόπο που τοποθετούσε τα λαχανικά στον
πάγκο.Αυτό το αξιότιμο ζευγάρι είχε έναν γιο ονόματι Ιάκωβος. Πήγαινε στην
αγορά και βοηθούσε την μητέρα του και καμιά φορά κουβαλούσε τις σακούλες με τα
λαχανικά έως τα σπίτια των πελατών.
Mία μέρα καθώς η γυναίκα του
παπουτσή καθόταν στην αγορά και ο μικρός Ιάκωβος διαλαλούσε τα προϊόντα,
εμφανίστηκε μια γυναίκα ντυμένη με κουρέλια κι εμφανώς ταλαιπωρημένη. Το
πρόσωπο της ήταν λεπτό και σταφιδιασμένο και η μύτη της ήταν
υπερβολικά μακριά και μυτερή. Κούτσαινε και ταλαντευόταν λες και τα πόδια
της ήταν καλυμμένα με καλαμπόκια κι έμοιαζε ότι λίγο ακόμα και το βάρος της
μύτης της θα την τραβούσε προς τα κάτω.«Είσαι η Χάνα η μανάβισσα;» ρώτησε
κουνώντας το κεφάλι της. «Για να δούμε αν έχεις αυτά που θέλω.» Αναποδογύρισε
τα λάχανα με τα ωχρά της χέρια και τα ζουλούσε άγαρμπα σπάζοντας τα φύλλα τους.
Αφού είχε ανακατέψει όλα τα καλάθια που με τόσο κόπο είχε βάλει στη σειρά η
μανάβισσα Χάνα, άρχισε να μουρμουρίζει: «Σάπια προϊόντα! πολύ σάπια!
όλα τα λάχανα είναι άθλια.»
Αυτά τα σχόλια αγρίεψαν τον μικρό Ιάκωβο που της φώναξε: « Άκου
απαίσια παλιόγρια, τα λάχανα που μυρίζεις με την σουβλερή σου μύτη και
αποκαλείς άθλια, είναι τα ίδια λάχανα που αγοράζει ο μάγειρας του Δούκα! και
μάλιστα είναι ο καλύτερος μας πελάτης!» Η γριά γυναίκα κοίταξε το λιγνό αγόρι
και του απάντησε ειρωνικά: «Ώστε μικρό μου η μύτη μου σου προκάλεσε το
ενδιαφέρον ε; Σου εύχομαι να αποκτήσεις κι εσύ μια και μάλιστα ακόμα πιο μυτερή!»
Έπιασε τα κουνουπίδια κι αφού τα ανακάτεψε κι αυτά φώναξε : «Σάπια κουνουπίδια,
πολύ σάπια!»
«Σε παρακαλώ αποφάσισε αν θέλεις να πάρεις κάτι αντί να λες
ανοησίες στον γιό μου.» της είπε η μανάβισσα.«Θα πάρω αυτά τα έξι κουνουπίδια
αλλά δεν μπορώ να τα κουβαλήσω σπίτι μου. Άσε τον γιο σου να μου τα φέρει κι
εγώ θα τον πληρώσω διπλά για τον κόπο του.»της απάντησε η γριά γυναίκα.Το αγόρι
δεν ήθελε να πάει αλλά η μητέρα του σκεπτόμενη ότι θα ήταν λάθος να αφήσει μια
ασθενική γριά να κουβαλήσει τέτοιο βάρος, κατάφερε να το πείσει κι έτσι ο
Ιάκωβος γκρινιάζοντας μεν, ξεκίνησε να πάει.
Η γριά περπατούσε αργά και μετά από μια ώρα έφτασαν στο μικρό
σπιτάκι της έξω απ΄την πόλη.Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο Ιάκωβος έμεινε έκπληκτος
με αυτό που αντίκρισε. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν πανέμορφο! Οι
τοίχοι και οι σκάλες ήταν από πάλλευκο μάρμαρο και τα έπιπλα από έβενο
με πινελιές χρυσού. Τα πατώματα ήταν γυάλινα και έλαμπαν τόσο πολύ
από καθαριότητα που ο μικρός Ιάκωβος γλίστρησε κι έπεσε. Η γριά γυναίκα
έβγαλε μια σφυρίχτρα απ΄τη τσέπη της και με το που σφύριξε εμφανίστηκαν κάτι
γουρουνάκια ντυμένα κανονικά σαν άνθρωποι και μάλιστα περπατούσαν με
τα δυο τους πόδια.
«Που είναι οι παντόφλες μου;»τους στρίγκλισε κουνώντας την
μαγκούρα της έτσι ώστε να τα τρομοκρατήσει. Επέστρεψαν αμέσως φέρνοντας δύο
καρυδότσουφλα με δερμάτινη επικάλυψη για να φορέσει η γριά.Έπιασε τον Ιάκωβο
απ΄το χέρι και τον πήγε στην κουζίνα του σπιτιού. «Κάτσε εδώ μικρούλη... Το
φορτίο που κουβάλησες ήταν αρκετά βαρύ και τα κεφάλια των ανθρώπων δεν είναι
ελαφριά»του είπε δείχνοντας του τον καναπέ.
«
Τι εννοείς; κουνουπίδια κουβαλούσα»απόρησε ο μικρός.
«Αφού ξέρεις ότι αυτό είναι ψέμα...» είπε γελώντας
αινιγματικά η γριά και τραβώντας ένα ανθρώπινο κεφάλι απ΄το καλάθι. Το αγόρι
τρομοκρατήθηκε και δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Βρε λες πράγματι να ήταν ανθρώπινα
κεφάλια; Άραγε το είχε δει η μητέρα του; Διότι αν όντως έτσι ήταν, θα έβρισκε
τον μπελά της.
«Λοιπόν πρέπει να σου κάνω ένα δώρο. Περίμενε μια στιγμούλα και θα
φας νοστιμότατη σούπα!» είπε και σφύριξε. Αμέσως πάλι εμφανίστηκαν τα
γουρουνάκια ντυμένα με ποδιές και κρατώντας κουτάλες μαγειρικής. Ακριβώς πίσω
τους ακολουθούσαν σκίουροι ντυμένοι με άσπρα σαλβάρια. Περπατούσαν σαν άνθρωποι
στα δυο τους πόδια και φορούσαν στο κεφάλι τους πράσινα βελούδινα καπέλα.
Πηγαινοερχόντουσαν κουβαλώντας τηγάνια και πιατικά κι η γριά έδινε εντολές
σέρνοντας τα καρυδότσουφλα που φόραγε για παντόφλες. Όταν άρχισε να βγαίνει
ατμός απ΄τις κατσαρόλες που έβραζαν κι η ευωδιά απλώθηκε σ' όλο το σπίτι, ο
Ιάκωβος ήξερε στα σίγουρα ότι θα φάει κάτι καλό. Βγάζοντας την κατσαρόλα απ΄τη
φωτιά η γριά του είπε: «Λοιπόν χρυσό μου όταν πιεις αυτή τη σούπα θα αποκτήσεις
αυτό που θαυμάζεις σε μένα. Και ίσως γίνεις κι ένας εξαιρετικός μάγειρας μόνο
που δεν πρόκειται ποτέ να βρεις ακριβώς ποιο είδος λάχανου έχει μέσα
αυτή η σούπα. Αυτό το συγκεκριμένο αναζητούσα αλλά η μητέρα σου δεν το
είχε στον πάγκο της.»
Το αγόρι αδυνατούσε να καταλάβει τι εννοούσε αλλά πρόθυμα ήπιε την
σούπα που του φάνηκε πεντανόστιμη. Μόλις έφτασε στην τελευταία κουταλιά,
ακούστηκε η σφυρίχτρα και παχιά σύννεφα καπνού άρχισαν να πυκνώνουν το δωμάτιο.
Ο Ιάκωβος σάστισε και κίνησε να φύγει αλλά ξαφνικά αισθανόταν τόσο βαρύς και
νύσταζε τόσο πολύ που έπεσε πίσω στον καναπέ και κοιμήθηκε.Ο ύπνος του ήταν
βαθύς. Ονειρεύτηκε πως μεταμορφώθηκε σε σκίουρο και πήγαινε για θελήματα της
γριάς κι αυτός μαζί με τους άλλους σκίουρους και γουρούνια. Για καιρό
μετά, πήγαινε μαζί με τους
άλλους σκίουρους να μαζέψουν δαμάσκηνα καθότι η γριά δεν είχε δόντια και το
μόνο που μπορούσε να φάει ήταν το ψωμί από δαμάσκηνα που της έφτιαχνε ο
Ιάκωβος.Μετά από ένα χρόνο, ξεκίνησε να βρει πόσιμο νερό για την γριά γυναίκα.
Οι σκίουροι και ο Ιάκωβος έπρεπε να γεμίζουν τα τσόφλια από κάστανα με τις
σταγόνες που εμφανίζονται στα τριαντάφυλλα τις πρώτες ώρες της αυγής. Αυτό
θεωρούσε πόσιμο νερό η γριά και καθότι δίψαγε συνεχώς οι υδροχόοι της, δηλαδή ο
Ιάκωβος μαζί με τους άλλους σκίουρους, είχαν μόνιμα πολύ δουλειά.Μέτα από άλλον
ένα χρόνο, ο Ιάκωβος ήταν απασχολημένος με εσωτερικές δουλειές. Έπρεπε να διατηρεί
τα γυάλινα πατώματα πεντακάθαρα. Φορούσε πανιά στα παπούτσια του και
σφουγγάριζε το πάτωμα με αυτά κάθε μέρα. Μετά από τέσσερα χρόνια προάχθηκε σε
αρχιμάγειρα της κουζίνας και είχε τέτοιες δεξιότητες στη μαγειρική που
εκπλησσόταν κι ο ίδιος με τον εαυτό του. Έφτιαχνε κρεατόπιτες διακοσίων
διαφορετικών ειδών χωρίς υπερβολή αλλά και περίφημες λαχανόσουπες με μεγάλη
ευκολία.Αφού πέρασε επτά χρόνια στην υπηρεσία της γριάς γυναίκας, μια μέρα
εκείνη βγήκε για ψώνια κι ο Ιάκωβος καθάριζε ένα πουλερικό για να το
μαγειρέψει. Στη θέση που ήταν τοποθετημένα τα βότανα, παρατήρησε ένα ντουλάπι
που δεν είχε ξαναδεί όσα χρόνια ήταν εκεί. Το άνοιξε και μέσα βρήκε ένα δοχείο
που είχε μέσα μικρότερα δοχεία το ένα μέσα στο άλλο. Τα άνοιξε όλα ένα προς ένα
και στο μικρότερο βρήκε ένα βότανο διαφορετικού χρώματος από τα υπόλοιπα που
υπήρχαν στην κουζίνα. Το κοίταξε προσεκτικά και είχε μια έντονη μυρωδιά σαν
αυτή της σούπας που γεύτηκε την πρώτη φορά που πήγε σ' αυτό το σπίτι. Τόσο
έντονα μύριζε που άρχισε να φτερνίζεται πολύ κι έτσι ξύπνησε. Βρισκόταν
ξαπλωμένος στον παλιό καναπέ. Κοίταξε ζαλισμένος γύρω του και σκέφτηκε: ''τι
περίεργο όνειρο! Θα ορκιζόμουν πως ήμουν όντως σκίουρος και μετά εξελίχθηκα σε
δεξιοτέχνη μάγειρα. Η μητέρα μου θα γελάσει πολύ όταν της το πω. Βέβαια θα
είναι θυμωμένη που αντί να γυρίσω να την βοηθήσω, εγώ κοιμόμουν. ''
Ένιωθε τα
πόδια του και τον λαιμό του δύσκαμπτα και κάθε στιγμή που γυρνούσε το κεφάλι
του κοπανούσε την μύτη του εδώ κι εκεί. Οι σκίουροι και τα γουρουνάκια
μαζεύτηκαν γύρω του και χοροπηδούσαν. Ο Ιάκωβος άνοιξε την πόρτα και καθώς
απομακρυνόταν τα άκουσε να σιγομουρμουρίζουν. Όσο πλησίαζε την αγορά ένιωθε όλο
και πιο ανήσυχος. Η μητέρα του καθόταν στην συνηθισμένη της θέση και τα καλάθια
με τα λαχανικά της ήταν γεμάτα. Βέβαια του φαινόταν
πολύ στεναχωρημένη. Αντί να διαλαλεί την πραμάτεια της, καθόταν με το
κεφάλι σκυμμένο. «Μητέρα είσαι θυμωμένη μαζί μου;» την ρώτησε.
Η
μητέρα του γύρισε το κεφάλι και κατατρομαγμένη του είπε:
«φύγε από δω απαίσιε νάνε, δεν μου αρέσουν τέτοια μακάβρια
αστεία.»
«Μα
μητέρα τι λες; είμαι ο γιος σου»απάντησε ο Ιάκωβος.
«Α εσύ το παρατραβάς! κοιτάξτε κύριοι! αυτός ο απαίσιος νάνος
με κοροϊδεύει λέγοντας ότι είναι
ο γιος μου! ντροπή!»άρχισε να φωνάζει η Χάνα και οι υπόλοιπες
γυναίκες της αγοράς έτρεξαν να την παρηγορήσουν. Αν είναι δυνατόν! αυτός ο
κακάσχημος νάνος να υποκρίνεται ότι είναι ο γιος που έχασε πριν 7 χρόνια. Σαν
δε ντρέπεται! μουρμούριζαν οι γυναίκες κοιτώντας οργισμένα τον Ιάκωβο. Εκείνος
πάλι δεν ήξερε τι να σκεφτεί με όλη αυτή την περίεργη συμπεριφορά. Ποια 7
χρόνια; γιατί τον αποκαλούσαν νάνο;Απογοητευμένος που η μητέρα του δεν ήθελε να
του μιλήσει, ξεκίνησε να βρει τον πατέρα του. Έφτασε στο τσαγκαράδικο και ο
πατέρας του ήταν τόσο απασχολημένος που ούτε καν πρόσεξε ότι μπήκε κάποιος στο μαγαζί
του. Μετά από κάποια λεπτά γύρισε το κεφάλι του και με το που είδε τον Ιάκωβο
αναφώνησε: «Χριστέ και κύριε!»
«Καλημέρα,
πως είσαι;» είπε ο Ιάκωβος.
«Άσχημα μικρούλη....είμαι
μόνος και γέρος και αδύναμος»του απάντησε ο πατέρας του χωρίς να τον αναγνωρίσει.
«Δεν
έχεις κάποιον να σε βοηθήσει; που είναι ο γιος σου;»
«Κανείς
δεν ξέρει! Τον απήγαγαν πριν εφτά χρόνια....
«πριν
επτά χρόνια;!!!»ρώτησε έκπληκτος ο Ιάκωβος.
«Ναι μικρούλη.Πριν επτά χρόνια...Μια άσχημη γριά ήρθε στην αγορά
και αγόρασε τόσα πολλά λαχανικά που δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει μόνη της.
Έτσι η γυναίκα μου που είναι καλή ψυχούλα πρότεινε να της τα μεταφέρει ο μικρός
μας γιος. Έκτοτε δεν τον έχουμε ξαναδεί.»
Ο Ιάκωβος συνειδητοποίησε ότι τελικά δεν ονειρευόταν. Όντως
δούλευε ως σκίουρος για την γριά γυναίκα. Έμεινε αποσβολωμένος καθώς
συλλογιζόταν το άσχημο παιχνίδι που του έπαιξε η μοίρα. Ο πατέρας του τον
διέκοψε απ΄τις σκέψεις του λέγοντας του: «χρειάζεσαι κάτι νεαρέ μου; ένα
ζευγάρι παντοφλίνια ή μια θήκη για την μύτη σου;»
«Γιατί τι έχει η μύτη μου;»ρώτησε ο Ιάκωβος.
«Εγώ αν είχα τόσο τεράστια μύτη, θα την κάλυπτα μ' ένα κόκκινο
κομμάτι δέρματος. Ίσως χειροτερεύσει νεαρέ μου.»
Ο Ιάκωβος ενοχλήθηκε πολύ. Ένιωθε ότι η μύτη του ήταν
τουλάχιστον 8 ίντσες.
«Άσε με σε παρακαλώ να την δω στον καθρέφτη» είπε στον
πατέρα του.
«Δεν έχω καθρέφτη, πήγαινε απέναντι στον μπαρμπέρη» του
απάντησε διώχνοντας τον.
Το
αγόρι πέρασε στεναχωρημένος τον δρόμο και πήγε απέναντι στον μπαρμπέρη τον
οποίον και γνώριζε από μωρό. «Καλημέρα Ουρμπάν! μπορώ να κοιτάξω στον καθρέφτη
σου;»
«Μετά χαράς νεαρέ μου»του απάντησε ο μπαρμπέρης κι ένα κύμα γέλιου
ξέσπασε μέσα στο μαγαζί του μόλις είδαν όλοι τον Ιάκωβο. Με το
που αντίκρισε τον εαυτό του στον καθρέφτη, έβαλε τα κλάματα. Πόσο
απαίσιος ήταν! τα μάτια του μικρά, το κεφάλι του χωμένο μέσα στους ώμους και η
μύτη του κρεμόταν μέχρι το πάτωμα.Ήταν σαν σάκος με χέρια και πόδια.
«Κοίταξες
αρκετά πρίγκηπα;»είπε ο μπαρμπέρης γελώντας.
«Μήπως
θα ήθελες να δουλέψεις για μένα; Θα σε βάλω στην πόρτα να καλείς τους πελάτες.
Έτσι θα έχω περισσότερους χα χα τι λες;»
«Όχι δεν έχω χρόνο για κάτι τέτοιο»απάντησε ο Ιάκωβος φανερά
ενοχλημένος κι έφυγε. Πήγε ξανά στην αγορά και παρακάλεσε την μητέρα του την
Χάνα να τον ακούσει. Της είπε ότι η γριά τον μεταμόρφωσε σε σκίουρο και τον
κράτησε εκεί όλα αυτά τα χρόνια. Η Χάνα φάνηκε δύσπιστη και είπε ότι θα το
συζητήσει με τον άντρα της. Πήγε λοιπόν μαζί με αυτόν το νάνο που έλεγε ότι
είναι γιος της, στο τσαγκαράδικο του άντρα της. Μόλις ο παπουτσής άκουσε όλα
αυτά έγινε έξαλλος.
«Πολύ εξυπνάκιας είσαι του λόγου σου! μόλις πριν μια ώρα αυτός ο
κοντοπίθαρος πέρασε απο δω και του εκμυστηρεύτηκα την ιστορία μας και τώρα
έρχεται να στην πουλήσει; φύγε από δω τώρα απαίσιο έκτρωμα της φύσης αλλιώς θα
φας ξυλιές!»ούρλιαξε έξαλλος ο πονεμένος πατέρας και άρχισε να του πετάει
καρφιά και σόλες παπουτσιών. Ο Ιάκωβος χτυπημένος απ'τον ίδιο του τον πατέρα
βγήκε κακήν κακώς απ΄το τσαγκαράδικο τρέχοντας.
Δεν βρήκε κανέναν να τον λυπηθεί και να του συμπαρασταθεί κι έτσι
κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ στα κρύα σκαλιά της εκκλησίας. Όταν ξημέρωσε, μπήκε
στην εκκλησία και προσευχήθηκε. Ξαφνικά του ήρθε στο μυαλό ότι θα μπορούσε να
βγάλει το ψωμί του με τα προσόντα του ως μάγειρας και σίγουρα ο Αρχιδούκας της
περιοχής που ήταν καλοφαγάς θα είχε ανάγκη τις υπηρεσίες του. Έτσι ξεκίνησε για
το παλάτι. Μόλις πέρασε τις πύλες είπε στους φρουρούς ότι θα ήθελε να δει τον
υπεύθυνο υπηρεσιών του Παλατιού διότι αναζητά δουλειά ως μάγειρας. Οι φρουροί
τον κοίταξαν περίεργα μεν αλλά τον πήγαν στο γραφείο του υπευθύνου.
Μόλις τον αντίκρισε ο υπεύθυνος των υπηρεσιών ξέσπασε σε
τρανταχτά γέλια. «'Ώστε θέλεις να γίνεις μάγειρας ε;στα σοβαρά; Έτσι
όπως σε βλέπω η μόνη δουλειά που θα σου ταίριαζε εδώ μέσα είναι να παριστάνεις
τον γελωτοποιό!» είπε στον Ιάκωβο χωρίς να σταματήσει να γελά.
Όμως ο Ιάκωβος δεν πτοήθηκε. «Δοκίμασε με και δεν θα χάσεις τον
χρόνο σου στο υπόσχομαι.» του είπε ενώνοντας τις παλάμες του σε
ένδειξη ικεσίας.
«Εντάξει λοιπόν, πάμε στην κουζίνα. Θα σε δοκιμάσω έτσι για πλάκα»
είπε πρόσχαρα ο υπεύθυνος του υπηρετικού προσωπικού.Ήταν μια τεράστια κουζίνα
με είκοσι εστίες φωτιάς. Τα τηγάνια , οι κατσαρόλες και οι κουτάλες ήταν από
ατόφιο ατσάλι! Μόλις μπήκε ο υπεύθυνος όλοι οι υπηρέτες σταμάτησαν να κινούνται
και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι στόφες που σιγόκαιγαν.
«Τι παρήγγειλε για πρωινό σήμερα ο Αρχιδούκας;»ρώτησε.
«Δανέζικη σούπα με σως καρότου.» απάντησαν με μια φωνή όλοι οι
υπηρέτες.
«Χμ λιγάκι δύσκολη παραγγελία. Νομίζεις ότι μπορείς να τα
καταφέρεις;»ρώτησε ο υπεύθυνος το νάνο.
«Πανεύκολο.
Θα χρειαστώ το λίπος ενός αγριόκυκνου, μερικά γογγύλια, δύο αυγά,
ζιγγίβερη, μαντζουράνα και τέσσερα διαφορετικά είδη κρέατος.» είπε ο Ιάκωβος και
μπήκε αμέσως σε κίνηση.
«Μαντζουράνα; δεν το έχουμε ξανακούσει αυτό το βότανο! για να
δούμε αν θα κάνει την σούπα πιο νόστιμη.» είπε ο υπεύθυνος και διέταξε να
φέρουν δυο καρέκλες καθότι ο νάνος δεν έφτανε τον πάγκο.
'Όταν ο Ιάκωβος ετοίμασε όλα τα υλικά, τα χώρισε
σε δυο διαφορετικές κατσαρόλες και ζήτησε να τις αφήσουν να σιγοβράσουν σε ορισμένο
χρόνο. Έπειτα φώναξε στοπ. Οι κατσαρόλες τοποθετήθηκαν στην άκρη και ο Ιάκωβος
κάλεσε τον υπεύθυνο να δοκιμάσει. «Ω θεέ μου! ποιος μάγος σε δίδαξε! είναι
πεντανόστιμη!εξαίσια!»αναφώνησε γεμάτος θαυμασμό. Η σούπα τοποθετήθηκε σε
ασημένιο πιάτο και την πήγαν στον Αρχιδούκα που περίμενε να σερβιριστεί το
πρωινό του.
Ο
αρχιδούκας ευχαριστήθηκε πολύ με την σούπα και χαϊδεύοντας την
γενειάδα του ρώτησε να μάθει ποιος μάγειρας ευθύνεται γι αυτήν την
εξαιρετική γεύση.
« Είναι μεγάλη ιστορία υψηλότατε» είπε ο υπεύθυνος κι άρχισε να
εξιστορεί τι συνέβη. Ο
αρχιδούκας ζήτησε να δει το νάνο και τον ρώτησε από που ξεφύτρωσε. «Δεν έχω
γονείς.Με έμαθε να μαγειρεύω μια γριά γυναίκα.»απάντησε σύντομα ο Ιάκωβος. Ο
αρχιδούκας διασκεδάζοντας με την όψη αυτού του παράξενου πλάσματος του είπε: «
Λοιπόν αν μείνεις στο παλάτι μου, θα σου δίνω ένα καλό μισθό για να μαγειρεύεις
κάθε μέρα εσύ ο ίδιος το πρωινό μου. Θα φοράς στολή αρχιμάγειρα και θα σε
φωνάζουμε Μεγαλομύτη. Συμφωνείς;»
Ο νάνος έσκυψε να του φιλήσει τα πόδια και του ορκίστηκε ότι θα
τον υπηρετεί πιστά. Κι έτσι κι έγινε. Παλιότερα ο αρχιδούκας είχε το συνήθειο
να πετάει τα πιάτα στο κεφάλι του αρχιμάγειρα αν δεν του άρεσε το φαγητό αλλά
από τότε που ανέλαβε ο Ιάκωβος ο Μεγαλομύτης τα πάντα άλλαξαν. Αντί για τρία
γεύματα, ο αρχιδούκας έτρωγε πέντε και η φήμη του Μεγαλομύτη εξαπλώθηκε σε όλο
το δουκάτο. Μέχρι που ερχόντουσαν ουρές έξω απ΄το παλάτι και ζητούσαν την άδεια
να τον δουν για να διδαχτούν απ΄την τέχνη του. Ο μικρός κακομούτσουνος νάνος
έφτασε να γίνει το θέμα συζήτησης όλης της πόλης και σίγουρα πληρωνόταν πολύ
καλά για να κάνει σεμινάρια μαγειρικής στους υπηρέτες των ευγενών. Βέβαια όλα
αυτά τα έξτρα χρήματα τα μοίραζε στους υπόλοιπους υπηρέτες του παλατιού για να
μην ζηλεύουν.
'Έτσι ο Μεγαλομύτης ζούσε στο παλάτι πλουσιοπάροχα και το
μόνο που ταλάνιζε το μυαλό του ήταν η σκέψη των γονιών του. Βέβαια τον δεύτερο
χρόνο υπηρεσίας του στο παλάτι άνοιξε η τύχη του. Βλέπετε, όποτε έβρισκε χρόνο
πήγαινε ο ίδιος στην αγορά για να προμηθευτεί πουλερικά και φρούτα. Μια μέρα
είδε μια χήνα να κάθεται ήσυχη στον πάγκο με τα ζωντανά πτηνά και σίγουρα δεν
έμοιαζε με τις άλλες του είδους της. Πλησίασε και την κοίταξε προσεκτικά.
''Είναι άρρωστη, καλύτερα να την πάρω μαζί μου και να την θεραπεύσω''
σκέφτηκε.Αγόρασε την χήνα με το θλιμμένο ύφος λοιπόν αλλά στο δρόμο της
επιστροφής την άκουσε να λέει: «Αν μου φερθείς καλά θα γίνω φίλη σου. Αν μου
φερθείς άσχημα, θα τελειώσει η ζωή σου.»
« Ώ θεέ μου μιλάς ανθρώπινα! δεν το περίμενα...Μην ανησυχείς.
Θα κάνω ότι μπορώ για να σε βοηθήσω. Σίγουρα δεν γεννήθηκες με πούπουλα
στην πλάτη σου.» είπε ο Ιάκωβος έκθαμβος.
«
Ναι είναι αλήθεια...δεν γεννήθηκα σε αυτή την μορφή. Βέβαια από την κούνια μου
κιόλας είχαν προφητεύσει ότι θα καταλήξω στο πιάτο ενός αρχιδούκα αλλά που να
φανταστώ η αφελής ότι κάτι τέτοιο θα έβγαινε αληθινό όταν κολυμπώντας αμέριμνη
ξαφνικά μεταμορφώθηκα σε χήνα.»του είπε η χήνα που λεγόταν Μίμη. Ήταν η κόρη
του διάσημου μάγου της Σκωτίας, Βέτερμποκ. Λογομάχησε μια μέρα στο δάσος με μια
γηραιότερη νεράιδα κι εκείνη για να την εκδικηθεί την μεταμόρφωσε σε χήνα.
«Μην ανησυχείς» της είπε ο νάνος ακούγοντας την ιστορία της.
«Θα σε πάρω στο δωμάτιο μου με το πρόσχημα ότι σε ταΐζω για
ειδική περίσταση και με την πρώτη ευκαιρία θα σε απελευθερώσω.» Ακριβώς όπως
υποσχέθηκε, ο νάνος έφτιαξε ένα μικρό κλουβί για το μαγεμένο πτηνό και κάθε
φορά που είχε ευχέρεια χρόνου, την επισκεπτόταν και συζητούσαν.Σε κάποια
συζήτηση τους η Μίμη του είπε ότι είχε την υποψία ότι η γηραιά νεράιδα την
μεταμόρφωσε προσελκύοντας την να μυρίσει κάποιο άγνωστο βότανο.
«Τότε αν βρούμε ποιο είναι αυτό το άγνωστο βότανο ίσως
και να μπορείς να ξαναβρείς την αληθινή σου μορφή»της είπε ο Ιάκωβος. Η
συζήτηση τους όμως διακόπηκε καθώς χτύπησε η πόρτα για να αναγγελθεί στον
Ιάκωβο ότι ο Αρχιδούκας επιθυμεί να τον δει προσωπικά. Η άφιξη ενός πολύ
σημαντικού πρίγκηπα στο παλάτι ήταν υψίστης σημασίας για τον αρχιδούκα και
ζήτησε απ΄τον Ιάκωβο τα εξής: «Ο πρίγκηπας που θα μας επισκεφτεί είναι μεγάλος
γευσιγνώστης και πολύ σοφός άνθρωπος. Είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να
δείξεις πόσο αριστοτέχνης είσαι. Θέλω κάθε φορά να ετοιμάζεις διαφορετικό
πιάτο και ποτέ το ίδιο γεύμα. Φρόντισε να μην με ρεζιλέψεις.»
Ο
μικρός νάνος έβαλε όλες του τις δεξιότητες σε εφαρμογή. Τον έβλεπες να δίνει
διαταγές ξεπροβάλοντας μέσα απ΄τους πυκνούς καπνούς της στόφας και να επιβλέπει
μέχρι και το παραμικρό κόψιμο λαχανικού. Ο αρχιδούκας ήταν κατευχαριστημένος
αφού έβλεπε τον καλεσμένο του ικανοποιημένο από το φαγητό. Την δεκάτη-πέμπτη
ημέρα της παραμονής του ο Αρχιδούκας διέταξε το νάνο να παρουσιαστεί μπροστά
στον πρίγκηπα.
«Σίγουρα ξέρεις να μαγειρεύεις εκπληκτικά. Δεν έχεις επαναλάβει
κανένα γεύμα έως τώρα και όλα είναι υπέροχα
σερβιρισμένα. Αναρωτιέμαι βέβαια γιατί ακόμα δεν μας έχεις σερβίρει
Σουζαρίνα. Είναι η βασίλισσα θα έλεγα στις κρεατόπιτες.»του είπε ο
πρίγκηπας. Ο Μεγαλομύτης δεν είχε ακούσει ποτέ γι αυτή την αποκαλούμενη
Σουζαρίνα αλλά καθότι ήταν ετοιμόλογος απάντησε: «Υψηλότατε, είχα την εντύπωση
ότι θα παραμένατε ακόμα λίγες μέρες γι αυτό και την κρατούσα για το τέλος.»
«Σκέψου κάποιο άλλο πιάτο για την μέρα της αναχώρησης μου κι
ετοίμασε μας την Σουζαρίνα αύριο» του παρήγγειλε ο πρίγκηπας.
«Η επιθυμία σας διαταγή μου»απάντησε ο Μεγαλομύτης νάνος κι
αποχώρησε νιώθοντας ότι οι τυχερές του μέρες τελείωσαν αφού δεν
είχε ιδέα πως φτιάχνεται η Σουζαρίνα.
«Μην κλαις άλλο»του είπε η χήνα η Μίμη, καθώς της διηγήθηκε τι
συνέβη. «Συχνά στο τραπέζι του πατέρα μου σερβίριζαν την συγκεκριμένη
κρεατόπιτα όποτε γνωρίζω ακριβώς πως παρασκευάζεται. Ε κι αν λείπει κανένα
υλικό δεν θα το προσέξει κανείς.»
Ο
Μεγαλομύτης ένιωσε ευλογημένος για την ιδέα που είχε εκείνο το πρωί που αγόρασε
την χήνα. Η Μίμη είχε γίνει η καλή του νεράιδα! Έπιασε αμέσως δουλειά
κι άρχισε να ετοιμάζει την περιβόητη κρεατόπιτα σύμφωνα με τις οδηγίες
της. Έφτιαξε πρώτα μια μικρή Σουζαρίνα και ο υπεύθυνος υπηρεσιών που την
δοκίμασε την βρήκε πεντανόστιμη οπότε την επόμενη μέρα ετοίμασε μια σε κανονικό
μέγεθος και την έστειλε στην τραπεζαρία.
Ο αρχιδούκας καταπίνοντας με λαιμαργία την πρώτη του μπουκιά είπε:
«Σίγουρα αυτή είναι η βασίλισσα στις κρεατόπιτες και ο νάνος μου ο βασιλιάς της
μαγειρικής! Βρίσκετε αγαπητέ πρίγκηπα;» Ο επισκέπτης δοκίμασε κι αυτός μια
μπουκιά και γελώντας απάντησε: « Είναι νόστιμη αυτή η κρεατόπιτα
δεν λέω...όμως σίγουρα δεν είναι Σουζαρίνα. Αυτό στο λέω με απόλυτη βεβαιότητα.»
Ο Αρχιδούκας συνοφρυώθηκε και έξαλλος γύρισε προς το νάνο λέγοντας
του: «Βρε μαύρο σκυλί πως τολμάς να περιπαίζεις τον επισκέπτη μου;»
«Μα....έφτιαξα την κρεατόπιτα σύμφωνα με την καλύτερη συνταγή,
πρέπει να είναι Σουζαρίνα.»απάντησε τρέμοντας ο νάνος.
«Λες ψέματα έκτρωμα της φύσης! ο επισκέπτης μου σίγουρα δεν κάνει
λάθος. Θα παραγγείλω να σε τεμαχίσουν και να κάνουν εσένα κρεατόπιτα!»
«Λυπήσου με γενναιόδωρε αρχιδούκα! πείτε μου τι λείπει.
Είναι κρίμα να πεθάνω επειδή έλειπε λίγο αλεύρι ή κάποιο κρέας.»
«Από την κρεατόπιτα λείπει ένα βότανο
που κανείς δεν γνωρίζει στα μέρη σας. Λέγεται μποράγκο και είναι ένα φυτό με
γαλάζια ανοιχτόχρωμα άνθη που δεν φυτρώνει εδώ. Χωρίς αυτό η κρεατόπιτα δεν
έχει την χαρακτηριστική μυρωδιά μιας Σουζαρίνας» απάντησε υπεροπτικά ο πρίγκηπας.
Τότε ο Αρχιδούκας θιγμένος για την αμάθεια του μάγειρα του και
υψώνοντας απειλητικά το δάχτυλό του είπε: «Αν δεν μου φέρεις την ακριβή συνταγή
της κρεατόπιτας αύριο, σου ορκίζομαι ότι το κεφάλι σου θα κοπεί και θα
κρεμαστεί στις πύλες του παλατιού! Πήγαινε. Σου δίνω εικοσιτέσσερις ώρες
περιθώριο.»
«Πες
μου φίλε μου, υπάρχουν καστανιές κοντά στο κάστρο;» ρώτησε το νάνο η χήνα.
«
Ναι.Κοντά στη λίμνη υπάρχουν αρκετές αλλά γιατί ρωτάς;»
«Γιατί το μποράγκο ή αλλιώς βούγλωσσο, φυτρώνει στα
πόδια τέτοιων δέντρων. Πάρε με μαζί σου κι άφησε με στη λίμνη να στο βρω
εγώ» ψιθύρισε γλυκά η Μίμη. Την τοποθέτησε λοιπόν ανά χείρας και κατευθύνθηκε
στην πύλη όμως ο φρουρός είχε οδηγίες να μην τον αφήσει να βγει έξω.
«Μα πρέπει να πάω στον κήπο να μαζέψω βότανα. Στείλε κάποιον από
τους άλλους φρουρούς να ρωτήσει αν έχω την άδεια» παρακάλεσε τον φρουρό ο
νάνος. Μόλις έλαβε την άδεια πήγε μαζί με την χήνα στη λίμνη. Η Μίμη
περιπλανιόταν ανάμεσα στις καστανιές για αρκετή ώρα αλλά δεν έβρισκε τίποτα.
Αλλά ο νάνος που κοιτούσε στην άλλη μεριά της λίμνης αναφώνησε ξαφνικά: «Βρήκα
μια μεγάλη καστανιά εκεί πέρα! πάμε και ίσως φανούμε πιο τυχεροί!»
Η χήνα πέταξε προς τα εκεί και ο νάνος προσπάθησε να την ακολουθήσει
με τις μικρές του δρασκελιές. Η καστανιά έριξε την σκιά της κάτω απ΄τα κλαδιά
πράγμα το οποίο δυσκόλεψε την χήνα να διακρίνει καθαρά αλλά μετά από λίγη
ώρα φτερούγισε χαρούμενη και έβγαλε κάτω απ'το γρασίδι
που το έδωσε στον έκπληκτο νάνο.
«Αυτό είναι το μποράγκο και εδώ σου έχω μπόλικα φύλλα
του ούτως ώστε να μην ξεμείνεις ποτέ» είπε η Μίμη. O νάνος
περιεργάστηκε το παράξενο λουλούδι. Η ελκυστική του μυρωδιά, του θύμισε την
μέρα που από αγόρι μεταμορφώθηκε σε νάνο με τεράστια μύτη. Το φύλλωμα του βοτάνου
ήταν πρασινομπλε και το άνθος του σχημάτιζε ένα πορφυρό αστέρι με
χρυσό στήμονα. «Δόξα σοι ο θεός! είναι απίθανο! νομίζω ότι βρήκα το
βότανο που από αγόρι με μετέτρεψε σε σκίουρο και στη συνέχεια σε απαίσιο
νάνο.Να δοκιμάσω να δούμε τι κάνει;»ρώτησε με έξαψη ο νάνος.
«Όχι
τώρα. Πάμε στο δωμάτιο σου να μαζέψουμε τα πράγματα σου και μετά θα δούμε τι
κάνει το φυτό» του απάντησε η χήνα.
Αφού λοιπόν επέστρεψαν στο δωμάτιο του νάνου και μάζεψαν μαζί τα
ρούχα του και τις οικονομίες του, ο νάνος έχωσε την τεράστια μύτη του στο
μπουκέτο με τα άνθη του μποράγκου λέγοντας τα εξής: «Ελπίζω ότι ο θεός επιθυμεί
να λάβει τέλος η απαίσια κατάσταση μου.» Τότε ένιωσε όλο του το σώμα να
εξαερώνεται και το κεφάλι του να επιστρέφει στην αρχική του μορφή. Κοίταξε την
αντανάκλαση της μύτης του στο ποτήρι και φαινόταν να μικραίνει ολόενα ενώ τα
πόδια του μάκραιναν. Η χήνα αναφώνησε έκπληκτη: «Πω πω πως μεγάλωσες! είσαι
πανύψηλος. Ευτυχώς που δεν έπαθες κάτι χειρότερο. Είσαι ο εαυτός σου πάλι!»Ο
Ιάκωβος ευτυχισμένος ανασήκωσε τα χέρια και προσευχήθηκε. Παρόλο που επιθυμούσε
διακαώς να τρέξει στους γονείς του δεν ξέχασε ότι όφειλε την χαρά του στην χήνα
Μίμη: « Και σε ποιόν χρωστάω αυτή την ευτυχία αν όχι σε σένα; Αν δεν ήσουν εσύ
να με προτρέψεις να βρούμε αυτό το βότανο, θα έμενα για πάντα νάνος και ίσως ο
Αρχιδούκας με κρέμαγε. Για να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου λοιπόν, θα σε πάω
στον πατέρα σου πρώτα. Αφού είναι μάγος όπως μου ανέφερες, σίγουρα θα βρει
κάποιο τρόπο να επανέλθεις κι εσύ στην αρχική σου μορφή.»
Η χήνα κλαίγοντας από χαρά τον ακολούθησε. Βγήκαν με ευκολία απ΄το
παλάτι αφού δεν αναγνώριζαν τον Ιάκωβο πλέον και κατευθύνθηκαν προς το πατρικό
της Μίμης.Τώρα δεν μένουν και πολλά να σας πω πέρα απ΄το ότι το ταξίδι τους
είχε ευτυχή κατάληξη: ο μάγος Βέτερμποκ βρήκε τρόπο να επαναφέρει την κόρη του
στην ανθρώπινη της μορφή και γέμισε με δώρα τον Ιάκωβο για να τον ευχαριστήσει
που την έφερε πίσω. Ο Ιάκωβος επέστρεψε στους γονείς του που
τον καλωσόρισαν με δάκρυα χαράς και με τα χρήματα που είχε μαζέψει άνοιξε
ένα όμορφο εστιατόριο με εκλεκτές γεύσεις κι έγινε πάμπλουτος.
Παρέλειψα να σας αναφέρω τι έγινε στο παλάτι. Ο αρχιδούκας
περίμενε την επόμενη μέρα την κρεατόπιτα αλλά ο νάνος ήταν άφαντος. Ο πρίγκηπας
κατηγόρησε τον αρχιδούκα ότι επίτηδες τον έκρυψε για να μην του κλέψουν την
συνταγή και ότι δεν τήρησε τον λόγο του. Ο δούκας προσβεβλημένος ξεκίνησε
πόλεμο με το πριγκιπάτο τον περιβόητο ''βοτανοπόλεμο''. Ευτυχώς μετά
από πολλές διενέξεις επικράτησε ειρήνη. Ο πρίγκηπας ως ένδειξη εκεχειρίας
κάλεσε τον δούκα να δοκιμάσει πως είναι η γεύση μιας πραγματικής Σουζαρίνας κι
από τότε η μεταξύ τους γαλήνη ονομάστηκε ''ειρήνη της κρεατόπιτας''. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι τα
μικρά ξεκινήματα έχουν μεγαλειώδη κατάληξη και φυσικά όλα έχουν τον σκοπό τους.